- τριάσιος
- -α, -ο, Νφρ. α) «τριάσια περίοδος» — η τριαδική περίοδοςβ) «τριάσια διάπλαση στρωμάτων» — η τριαδική διάπλαση στρωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαδίνια βαθμίδα — Η ανώτερη από τις δύο γεωλογικές βαθμίδες στις οποίες διαιρείται η μέση τριάσιος αλπινική υποδιάπλαση στρωμάτων. Η ονομασία της προτάθηκε το 1892 από τον Αυστριακό γεωλόγο Α. Μπίτνερ. Η λ.β. υποδιαιρείται σε τρεις ζώνες: στη ζώνη του Ρίτζι ή του… … Dictionary of Greek